Ἀνήμερα τ’ Ἅγιου Γιώργη τοῦ Χιοπολὶτη γινότανε ἡ Λειτουργὶα στό Ἀϊβαλὶ μὲ μεγάλη κατάνυξη, δὲν ἀπόμνησκε σὲ σπίτι κανένας, μήδὲ μικρός, μηδἑ μεγάλος, μὸνε γὲμιζε κείνη μεγάλη ἐκκλησιά ἀπό μὲσα κι ἄπ’ ὅξω. Ὀ δεσπότης κ’ οἱ παπάδες ἤτανε δακρυσμὲνοι, οἱ γυναῐκες καί τά μωρά κλαὶγανε. Κείνη τήν ἡμέρα, ἀπό τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς πού ’χε τ’ Ἀϊβαλὶ, μαζευόντανε στόν ’Άγιο Γιώργη ὅλοι οἱ παπάδες κ’ οἱ ψαλτάδες. Ἐκεῖ πὲρα ἔβλεπες ἓλληνισμό καὶ χριστιανοσύνη. Ἐκεῖ πὲρα ἀνετρὶχιαζε κι ὁ πιό ἀναὶσθητος ἄνθρωπος, κι ὅποιος ἤθελε νά κλάψει, ἐκεῖ πὲρα ἔπρεπε νά βρεθεῖ. Νά κλάψει, καί μαζί ν’ ἀναγαλλιάσει, ὅπως θωροῦσε κεῖνο τό μεγαλεῖο πὸχει ὁ Ὀρθοδοξία ἡ κατατρεγμὲνη κ’ ἡ ματωμὲνη, ἀκούγοντας εἵκοσι ψαλτάδες καί πενήντα κανόναρχους νὰ ψὲλνουνε μιά παλληκαρὶσια ψαλμωδία. Ἀκὸμα κ’ οἰ Τοῦρκοι, φαινόντανε στεναχωρημὲνοι, γιατί ἤτανε καί, κεῖνοι, γεννημὲνοι ἀπό τήν ἴδια τή μάννα, πού μεταδίνει. στά παιδιά της τό πάθος τῆς καρδιᾶς καί κεὶνη τή σπλαχνικιά ἀθωότῆτα πού δὲν βρίσκεται σ’ ἅλλον τόπο.
Αὐτά τά πανηγύρια γινόντανε ἀπό ἀνθρώπους θλιμμὲνους, ἁπάνω σέ μνημόρια ματωμὲνα. Ἡ Ὀρθοδοξία τότες ἤτανε σάν καί κεὶνη τή μάννα τή βασανισμὲνη, πού τήν πονᾶνε τά παιδιά της πιότερο, παρά σάν εἷναι καλοπερασμὲνη. Ἀγάπη ἀληθινή εἷναι μονάχα κείνη πού ’ναι πονεμὲνη ἀγάπη. Ἀπάνου σὲ τὲτοιαν ἀγάπη θεμελίωσε ὁ Χριστός τή γλυκιά τήν πίστη του.
Αὐτοί οἰ ἅνθρωποι, βρὲχανε τό γιατάκι τους μὲ δάκρυα καί πηγαίνανε στήν ἐκκλησιά καί δοξολογούσανε τόν Θεό, π’ ἀξίωσε ν’ ἁγιάσει ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, πού ζοῦσε ἴσαμε ψὲς ἀνάμεσά τους, καί παράδωσε τό κορμί του κουρμπάνι γιά τήν πίστη μας, ὅπως ὁ Χριστός παράδωσε τό δικό του τό κορμί γιά νά μᾶς ὃείξει τήν ἀληθινή τήν ἀγάπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου