Το Λενιώ ή Αιγύπτια
Τό Λενιώ γεννήθηκε καί φτιάχτηκε στην ξακουστή Αλεξάνδρεια τής Αίγυπτου από έλληνες γονείς, άλλα στο νησί συνήθιζαν να δίνουν μαζί με τό όνομα καί τον τόπο τής καταγωγής, για να ξεχωρίζη από τους συνονόματους (όπως π.χ. 6 Γιάννης ό Χωριανός, που προερχόταν από τό ίδιο νησί, άλλα άπό τα χωριά του Άετοκεφάλου). Μεγάλωσε στις εκκλησίες τής ελληνικότατης Αλεξάνδρειας με όλες τις ελληνοχριστιανικές παραδόσεις, γι’ αυτό βγήκε όμορφη στην ψυχή καί λεπτή στους τρόπους.
Όμορφη σαν τις άραποπούλες τής Αίγυπτου καί αρχόντισσα σαν τις αβρές του Φαραώ.
Τό τυχερό της ήτανε να ανταμώσει στήν ζωή της τον μπαρμπ-Άντώνη, που ήταν άπό τους αγαθούς νησιώτες ό αγαθότερος. Ό Αντώνης δούλευε σ’ ένα φούρνο της Αλεξάνδρειας. Κάποια φορά πού τό Λενιώ πήγε ν’ αγοράσει ψωμί, τά βρήκε με τον Παριανό. Εύκολα δέχθηκε την συνάφεια μαζί του, άλλά δύσκολα χώνεψε τό ν’ αφήσει την μεγάλη πόλη της Αλεξάνδρειας καί να περάση την ζωή της στο ξερονήσι του Αιγαίου, την Πάρο.
Για να την δελεάση ό Αντώνης, της μίλησε γιά περιβόλια και γάντζωνες, πού είχε τάχατες στονησί στην κατοχή του, κληρονομιά από τον πατέρα του. Με τα πολλά δέχθηκε και τον Άντώνη σύζυγο καί την Πάρο μόνιμη κατοικία της. Ξενιτεύτηκε τό Λενιώ μια γιά πάντα, χωρίς ποτέ νά γυρίση στην ομορφη πόλη της, αν καί στο νησί δεν τά βρήκε καθόλου ρόδινα ό μπαρμπ’-Αντώνης την πήγε στην περιοχή Σταυρός, όπου βρισκόταν ή κατοικία του καί τά υποστατικά του έψαχνε τό Λενιώ να βρή τούς κήπους καί τά περιβόλια πού της περιέγραφε ό Αντώνης.
- Που είναι, άνδρα μου, τά λεμόνια καί τά πορτοκάλια; Εδώ μόνον σχίνα καί φρύγανα έχει. Πού οι κήποι; Ούτε νερό να πιούμε δεν υπάρχει. Παρά τις δυσκολίες, την ανέχεια καί την φτώχεια, έμεινε πιστή σύζυγος τού Αντώνη καί μητέρα φιλόστοργος στα παιδιά πού της χάρισε ό Θεός. Ή βαθειά της πίστη της έδινε δύναμη να περάσει τό πέλαγος της ζωής χωρίς άγχος καί γογγυσμό. Δόξαζε πάντα τον Θεό καί καθημερινά προσευχότανε στον τίμιο Σταυρό, τού οποίου ό ναός ήταν σχεδόν στην αυλή της. Δύο άνθρωποι πού σύχναζαν στήν περιοχή εκείνη έβλεπαν τό Λενιώ κάθε μεσημέρι να τρέχει με τό θυμιατό στο χέρι πέρα από τό σπίτι της καί να θυμιάζει στον αέρα τόσο γρήγορα, πού ήτα νε σάν να πετούσε. Έφθανε σ’ ένα ερειπωμένο κτίσμα, σταματούσε, μετάνιζε καί γύριζε πίσω.
Ό γερο-Δαμασκηνός, πού την είδε πολλές φορές, κάποια φορά έλαβε τό θάρρος καί την ρώτησε:
- Τί θυμιατίζεις τρέχοντας προς τα πέρα και τί προσκυνάς σ’ εκείνο το ερείπιο;
- Αλήθεια λέγεις; Δεν βλέπεις τί θυμιάζω και τι προσκυνώ;
-’Όχι, κυρα-Λενιώ μου, τίποτες δεν βλέπω, μέχρι που σε θεωρώ παλαβή.
- Δαμασκηνέ μου, τον άγιο Γεώργιο θυμιάζω. Έρχεται κάθε μεσημέρι στο σπίτι μου, βάζω λιβάνι στο θυμιατό και τον πηγαίνω εως εκεί που με βλέπεις καί χάνεται από μπροστά μου. Μήπως ξεύρεις τί είναι αυτό τό κτίριο;
- Οι παλιοί ομολογούσαν πώς είναι εκκλησάκι, Λενιώ μου, του αγίου Γεωργίου. Αληθινό είναι τό όραμα σου. Μακάρι να τό θωρούσα κι εγώ, άλλ’ οι πολλές μου αμαρτίες δεν με αφήνουν να θεωρώ τα θαυμάσια του Θεού.
Από το βιβλίο «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας»Γέρων Γρηγόριος,Ι.Μ.Δοχειαρίου