Ο παππούς, πριν γίνει παππούς- όσο παράξενο κι αν σου φαίνεται- υπήρξε και παλικάρι εικοσιτριών περίπου ετών, έγγαμο, ήδη, με τέσσερα τέκνα.
Στην Καταστροφή του 1922, οι Τούρκοι το παλικάρι το αιχμαλώτισαν και το έστειλαν μαζί με άλλους δέσμιους Έλληνες, στα εξοντωτικά Τάγματα Εργασίας(Αμελέ Ταμπουρού), στα ενδότερα της Ανατολίας, προκειμένου να τους πεθάνουν μια ώρα αρχύτερα, κάτω από δαιμονικές συνθήκες - απάνθρωπες .
Τον παππού, τον ονόμαζαν Γεώργιο.
Απλός άνθρωπος του λαού, και ευλαβείτο εξαιρετικά, τον ομώνυμο Άγιο Μεγαλομάρτυρα.
Τον είχε προστάτη του.
Ζούσε από μικρός με χριστιανική συνείδηση, αλλά – ιδιαίτερα- στην επώδυνη φάση της αιχμαλωσίας,
βύθισε παθιασμένα
- μέχρι και τα νύχια των χεριών της καρδιάς- στης προσευχής το χοντρό παλαμάρι-
κρατώντας
- με τη θεία βοήθεια της επίκλησης του Ονόματος του Ιησού-
το κεφάλι του νού,
έξω απ’ τα νερά της μαύρης Αβύσσου
που ζήταγε να τον πνίξει.
Απελπισία και κακουχία μέχρι θανάτου, σχεδόν, πλην,
"μακάριοι οι ελπίζοντες επί Κύριον".
Και ο στρατιώτης - ο εν Μικρασία αιχμάλωτος- Γεώργιος, θερμώς ήλπιζε.
Και εκτενώς, μυστικά προσευχόταν.
Εκεί στον άρρητο ζόφο της οδύνης - της ψυχής και του σώματος- έξαφνα- μέρα, ή βράδυ,
δεν θυμούμαι, αν μου είπε ο καπετάνιος- είδε μπροστά του, με ορθάνοιχτα μάτια- ολοζώντανο- τον Αϊ Γιώργη, καβαλάρη πάνω σε άλογο, αρματωμένο, όπως οι αγιογράφοι- με σέβας- τον ιστορούνε.
Μαρμάρωσε.
Κοίταξε το Γιώργη, για ατέλειωτα δευτερόλεπτα
- σοβαρός, φοβερός, μεγαλόπρεπος ο Άγιος-
μέσα στα μάτια.
Το βλέμμα Του- Φως, θεόσταλτη αστραπή- έλαμψε ελπιδοφόρα -
στου πόνου, τη νύχτα.
Η φωνή του, με επιβλητικότητα κεραυνού, μια -μόνο- λέξη, εκτόξευσε:
- ΦΥΓΕ!
Κι εχάθη απ' εμπρός του.
Ο νεαρός αιχμάλωτος στρατιώτης, ο Γιώργης, συγκινημένος όσο δεν περιγράφεται,
αποφασισμένος, πια- για ζωή και για θάνατο-
όρθωσε σαν αετός, της ψυχής τα φτερά,
οπλισμένος με θάρρος και ελπίδα ουράνια .
Ψιθύρισε, συνωμοτικά, στους συγκρατούμενους, που βρίσκονταν παραδίπλα:
- Θα πάρω δρόμο!
- Θα λευτερωθώ!
Είδα τον Άϊ Γιώργη, ζωντανό, ολοζώντανο σας λέω- να φύγω- με πρόσταξε!
Θα τον ακούσω!
- Ποιος θά ‘ ρθει κοντά μου;
Μη φοβόσαστε!
Θα μας δώσει βοήθεια!
Θα μας σώσει!
Τον κοίταξαν τρομοκρατημένοι, ξεπνοημένοι, οι άλλοι.
Δυο τρεις, μόνο, τον πίστεψαν και πήραν το ρίσκο να πάνε μαζί του.
Ευθύς, σταυροκοπήθηκαν με δέος, επικαλούμενοι
του Τροπαιοφόρου τη Χάρη, και ξεκίνησαν προχωρώντας κατά την κεντρική πύλη,
του - άγρυπνα φυλασσόμενου- τούρκικου στρατοπέδου.
Πέρασαν από κάμποσες ενδιάμεσες μικρότερες πόρτες.
Τις φύλαγαν βαριά οπλισμένοι, κτηνώδεις φρουροί.Και -ω του θαύματος- που αναφωνούν, οι παλιές φυλλάδες- περνάγαν απαρατήρητοι –
αόρατοι, απ' τον κάθε έλεγχο, ενώ ο άγριος φρουρός έστεκε εκεί, όρθιος, μπροστά τους, με ορθάνοιχτα μάτια- πλην- να τους δεί δεν μπορούσε!
- Θεία δύναμη τους περιφρουρούσε, τους σκέπαζε!
Ούτε τους έβλεπαν, ούτε τους άκουγαν, ούτε τους ένιωθαν...