Κάποια μέρα ο γέροντας έστειλε τον υποτακτικό του στον χείμαρρο να φέρει νερό. Επειδή όμως το νερό ήταν μαζεμένο και τα καλάμια και τα ξύλα που ήσαν μπροστά ήταν πολύ πυκνά κι ο νέος ήταν ντυμένος τα ενδύματα του, δεν μπόρεσε να περάσει με το δοχείο του νερού κι επέστρεψε άπρακτος. Ο γέροντας σαν είδε τον νέο χωρίς το νερό θύμωσε και του είπε να βγάλει το ιμάτιο του, να φορέσει μόνο το επανώρασό του και χωρίς να αντείπει υπάκουσε και πήγε. Επειδή όμως αυτός άργησε και στο μεταξύ κτύπησε ο κώδωνας για το τραπέζι, ο γέροντας έκρυψε το ιμάτιο του παιδιού και πήγε στο φαγητό. Όταν ο νέος επέστρεψε και δεν βρήκε ούτε το ιμάτιο του, ούτε τον γέροντα, πήγε στη μονή χωρίς το ζωστικό και κτύπησε την πόρτα. Όταν ο μοναχός που ήρθε να του ανοίξει τον είδε έτσι γυμνό, τον ρώτησε τι του συνέβη. Κι όταν ο νεαρός του εξήγησε, πήγε και του έφερε ένα ιμάτιο, το όποιο εφόρεσε και μπήκε στο μοναστήρι. Τη στιγμή που έμπαινε, ο γέροντας που τον είδε εκεί μπροστά από τους τάφους των αγίων πέντε Πατέρων, χωρίς οίκτο και με θυμό αδικαιολόγητο του έδωκε ένα δυνατό ράπισμα λέγοντας του:
- Γιατί άργησες;
Την ίδια στιγμή το χέρι τού γέροντα ξηράνθηκε ολόκληρο και δεν κουνιότανε καθόλου. Συντετριμμένος ο αββάς από την τιμωρία που τον βρήκε, έπεσε μπροστά στα πόδια του νεαρού υποτακτικού του και τον παρακαλούσε λέγοντας:
— Παιδί μου, συγχώρεσε με και μη με φανερώσεις. Έφταιξα. Πολύ έφταιξα. Μη με διαπομπεύσεις, αλλά παρακάλεσε τον Θεό να με συγχωρήσει και να με κάμει καλά.
Ο νεαρός μοναχός βαθιά λυπημένος για το πάθημα του γέροντα, του είπε με ταπείνωση και συντριβή:
— Πήγαινε, πάτερ, εκεί στους τάφους των αγίων Πατέρων, βάλε μετάνοια κι αυτοί θα σε θεραπεύσουν.
Ο γέροντας όμως επέμενε.
Παιδί μου, σε σένα έφταιξα. Σύ παρακάλεσε τον Θεό να με σπλαγχνιστεί και να με συγχωρήσει.Τότε ο νεαρός, αφού πήρε από το χέρι τον γέροντα, τον οδήγησε εκεί στους τάφους κι αφού έβαλαν βαθιά μετάνοια, προσευχήθηκαν και το θαύμα έγινε. Το χέρι ξαναγύρισε στη φυσική του κατάσταση. Μα κι η ψυχή του γέροντα μαλάκωσε. Ο θυμός παραμέρισε κι η πραότητα μαζί με τη συγκατάβαση στήσανε στην καρδιά του τον θρόνο τους.
Ένα τέτοιο θαύμα ήταν και τούτο. Κάποια μέρα ένας γεωργός από την Ιεριχώ, γνωστός και φίλος των δύο ασκητών, ήρθε στη Λαύρα, με ένα ζεμπίλι από διάφορους καρπούς που εγεωργούσε και κτύπησε τη θύρα του κελιού τους. Ο Γεώργιος πήγε κι άνοιξε την πόρτα και τον προσκάλεσε να μπει μέσα. Ο επισκέπτης μόλις μπήκε έβαλε μια μετάνοια κι αφού τοποθέτησε το ζεμπίλι με τα δώρα παρακάλεσε θερμά τους αββάδες να ευλογήσουν τους καρπούς οπότε κάτω από αυτούς με μεγάλη έκπληξη τι βλέπουν; Ένα νήπιο νεκρό. Ήταν το νεογέννητο παιδί του επισκέπτη που είχεν αποθάνει κι αυτός το έφερε στους αββάδες με τη γλυκιά ελπίδα πώς αυτοί θα μπορούσαν να το αναστήσουν και να του το ξαναδώσουν ζωντανό. Ο αββάς Ηρακλείδης σαν το είδε με τρόμο και ταραχή είπε στον αδελφό του: «Πήγαινε και κάλεσε τον άνθρωπο να 'ρθει να πάρει το ζεμπίλι με τα πράγματα που έφερε. Μας βάζει, πες του σε μεγάλο πειρασμό, Κύριε, αναφώνησε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς».
Πάτερ μου, μη στενοχωρείσαι και μη ταράττεσαι. Αλλά έλα να παρακαλέσουμε με πίστη τον Πολυεύσπλαγχνο και Πανοικτίρμονα Θεό να κάμει το θαύμα του. Κι αν μας ακούσει η ευσπλαγχνία του κι αναστήσει το παιδί, ευλογημένο ας είναι στους αιώνες το Πανάγιο Όνομα Του. Τότε καλούμε τον πατέρα και του δίνουμε το παιδί του, όπως πίστεψε. Αν όμως η αγαθότητα του Θεού δεν θελήσει, για λόγους που γνωρίζει Εκείνος, να γίνει το θαύμα, τότε πάλι καλούμε τον πατέρα και του εξηγούμε, πώς κι εμείς αμαρτωλοί άνθρωποι είμεθα και δεν έχουμε τέτοια παρρησία, ώστε να επιτύχουμε αυτό που ποθεί τόσο εκείνος, όσο κι εμείς. Στα λόγια του Γεωργίου ο αββάς Ηρακλείδης επείσθηκε. Τότε κι οι δύο οι πατέρες αφού γονάτισαν, με δάκρυα στα μάτια και καρδιά ραγισμένη άρχισαν να προσεύχονται... Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θαύμα έγινε. Ο φιλάνθρωπος Θεός που ακούει πάντα τις προσευχές των παιδιών του που γίνονται με πίστη, άκουσε και των πιστών αββάδων την παράκληση. Το νεκρό παιδί κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια κι αφήκε ένα ελαφρό κλαψούρισμα. Οι ευλαβείς ασκητές με την ψυχή πλημμυρισμένη από ευγνωμοσύνη άνοιξαν την πόρτα κι εκάλεσαν μέσα τον πατέρα του παιδιού και του είπαν:
-Αδελφέ μας, η αγάπη του Θεού, κατά την πίστη που έδειξες σ' Αυτόν, σου δίνει το παιδί σου πίσω ζωντανό. Πάρε το και δόξαζε τον με όλη σου την ψυχή, αλλά και μην αναφέρεις σε κανένα τίποτα από ό,τι έγινε.
Ο ευλαβής πατέρας με δάκρυα χαράς πήρε στην αγκαλιά του το αγαπημένο του παιδί και βγήκε δοξολογώντας από τα βάθη της ψυχής του τον φιλάνθρωπο Θεό. Έφυγε κι αφήκε πίσω τους αββάδες να συνεχίζουν τον αγώνα τους. Αγώνα κουραστικής σκληραγωγίας του κορμιού, αγώνα συνεχούς προσευχής.
Ύστερα από τον θάνατο του αββά Ηρακλείδη, αδελφού ομογάλακτου, συμμοναστού όμως και συναθλητού του αββά Γεωργίου, τότε κι αυτός εγκατέλειψε τη Λαύρα και ξαναγύρισε στο μοναστήρι του Χοζεβά από το οποίο ξεκίνησε. Και στο περιβάλλον αυτό η ζωή του ταπεινού αββά συνεχίζεται σαν την προηγούμενη του ζωή στη Λαύρα. Κι εδώ η αυστηρή νηστεία, μαζί με την υπερβολική αγρυπνία και θερμή προσευχή αποτελούν την καθημερινή του ενασχόληση. Η νηστεία μάλιστα στην οποία υπέβαλλε τον εαυτό του, όπως μας λέει ο μαθητής του ο όσιος Αντώνιος, αυτός που έγραψε και τη βιογραφία του, είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αλλά και στη μελέτη και την προσευχή είχε ξεπεράσει όλους εκεί τους συμμοναστές του. Χωρίς καμιά υπερβολή μπορούσε να έλεγε για τη ζωή του. «Ζω δε ούκέτι εγώ• ζει δε εν εμοί Χριστός». (Γαλ. β', 20). Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν τον εθαύμαζαν. Κι οι δαίμονες τον έτρεμαν για την αυταπάρνηση και την υπομονή του.
Και οι δύο πολεμιστής της ψυχής αγωνίστηκαν για πολλά χρόνια μαζί. Εκεί, ο Άγιος Γεώργιος χειροτονήθηκε διάκονος. Ήδη, από εκείνη την εποχή, ο Άγιος Γεώργιος έχει φθάσει σε τέτοια πνευματική τελειότητα, που έλαβε από το Θεό, το δώρο να κάνει θαύματα. Μετά το θάνατο του αδελφού του, ο οποίος έχει συμπληρώσει την ηλικία των εβδομήντα ετών, ο Άγιος Γεώργιος επέστρεψε στη Μονή του Χοζεβά όπου συνέχισε την σκληρή ασκητική ζωή. Έτρωγε ελάχιστα, και αυτό κάθε 2-3 μέρες, ποτέ δεν φορούσε καινούργια ρούχα, αλλά έντυνε τον εαυτό του με παλιά κουρέλια.
Για πολλά χρόνια έκανε την διακονία του ψωμά, έτσι ώστε οι αδελφοί τον αποκαλούσαν «σιδερένιο» επειδή δεν καιγόταν από τα κάρβουνα. O Άγιος αντιμετώπιζε με αγάπη όλους τους αδελφούς μοναχούς και έβλεπε με πραότητα και ταπεινοφροσύνη όλους όσους έρχονταν για να τον συναντήσουν.
Το θάνατο του Αγίου Γεωργίου έχει περιγράψει ο υποτακτικός του Αντώνιος.Ξαπλωμένος στο νεκροκρέβατό του, ο Άγιος Γεώργιος έστειλε έναν από τους αδελφούς στον Αντώνιο, μηνώντας του να πάει κοντά του για να τον αποχαιρετίσει. Ο Αντώνιος που τότε ήταν κάτω από την υπακοή να δέχεται προσκυνητές στο αρχονταρίκι, ένιωσε πολύ θλίψη που δεν μπορούσε να φύγει και ν' αποχαιρετήσει τον αββά του. 'Όμως, ο Άγιος Γεώργιος, έχοντας μάθει από τον αγγελιοφόρο ότι ο Αντώνιος εκτελούσε υπακοή, υποσχέθηκε να τον περιμένει.Πράγματι, όταν ο Αντώνιος έσπευσε τα μεσάνυχτα στον ετοιμοθάνατο αββά, αυτός ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Άγιος αποχαιρέτησε τον αγαπημένο υποτακτικό του, στη συνέχεια στράφηκε προς τα ανατολικά, και είπε τρεις φορές: «αποδήμησε, ω ψυχή μου, τώρα εν Κυρίω, αποδήμησε» και πέθανε ειρηνικά.
Η μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Χοζεβίτη εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου