Παπάες τζιαι πνευματικοί, δασκάλοι τζιαι
γουμένοι
ελάτε ν΄αγροικήσετε μιαν λύπην
ταιρκασμένην,
ν΄ακούσετε τα θαύματα τ΄αγίου
Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ' κοστρείς του
Απριλίου.
Δευτέρα εν της Καθαράς, που κάμνουν την
νομάδαν,
τζι εξέβειν ΄που το σπίτιν του την πρώτην
εβτομάδαν,
τζιαι τρεις ημέρες έκαμεν να ρέξει το
Βερούτιν,
ψουμίν, νερόν δεν βρίσκεται εδώ στην χώραν
τούτην
ψουμιν, νερόν έχει πολλύν, αμμά ' ν μακρά στο
πλάτος,
τζει μέσα εκατώκησεν ένας μέγαλος δράκος,
τζιαι δεν αφίννει το νερόν στην χώρα για να
πάει,
για τούτον εκινδύνεψεν η χώρα να πεθάνει
τταΐνιν του εκάμασιν ' πόναν παιδίν να
φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στη χώρα για να
πάει.
Τζι ούλοι είχαν εξ' οκτώ τζι επέμπαν του το
έναν,
μα ήρτεν γυρίν τ΄αφέντη τους του μέγα
βασιλεία
τζιαι τζείνος άλλην δεν είχεν, μόνον μιάν
θυγατέραν,
που έλαμπεν σαν ήλιος, που λάμπει κάθι
μέρα,
τζι ο σκοπός του ήτανε για να την
υπαντέψει,
τζιαι τώρα, θέλων μη θέλων, του δράκου ' ννα την
πέψει.
Αδύνατον άλλον λοιπόν αυτός δια να κάμει,
μόνον την θυγατέραν του την πέμπει, για να
πάει.
Τζιαι πρώτον τζειν η λυερή στην τσάμπραν της
αλλάσει
με κλάματα τζιαι οδυρμούς χαμαί γης τζιαι
θαλάσσης.
Ενέην έσσω τζι άλλαξεν ρούχα της φορησιάς
της,
με μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελιτζιάς
της.
Π' αππέσω φόρησεν χρυσά, π' αππέξω
χρουσταλλένα,
τέλεια π' αππέξω φόρησεν τα
μάρκαριταρένα,
φορεί τζιαι την κορώναν της τζι ελάμνισεν να
πάει.
Που την θωρεί η μάνα της, κόντεψεν να
πεθάνει,
τζι επολοήθην τζι είπεν της με δκυό χείλη
καμένα:
«Α, τζιαί που πάεις, κόρη μου, τζι αφίννεις με
εμέναν!
Εγιώ ποθούσα, κόρη μου, για να σε
υπαντέψω,
τζιαι τώρα έτσι άξηππα του δράκου να σε
πέψω!
Π΄αφίς ήσουν τριών χρονών τζι επήαιννες
τεσσάρων,
νείεν σε πέψω, κόρη μου, κανίσσιν εις τον
Χάρον,
παρά τζιαι πέμπω σε τωρά στον δράκο να σε
φάει,
να ξαπολύσει το νερόν, στην χώραν για να
πάει.
Βασιλοπούλλα, κόρη μου, που να ΄χεις την ευκήν
μου,
ελύθησαν τα μέλη μου τζιαι τρέμει το κορμίν
μου.
Και να΄τουν τρόπος, κόρη μου, δια να σε
γλυτώσω,
εδίουν το βασίλειον μου, να σε
ελευτερώσω».
Τζι ετρέχασιν τ΄' αμμάδκια της, σαν τρέχει μία
βρύσι,
που χύννεται ορμητική χωρίς καμία στήσιν
τζιαι έδερνεν το στήθος της τζι ετραύαν τα μαλλιά
της,
τζι έσκιζεν τες βούκκες της με τα ονύχιά
της.
Η κόρη της την πόνησεν με θλιβαράν
καρδίαν
τζιαι λέγει της, «μητέρα μου, έχε
παρηγορίαν,
τζι αν κλάψεις τζι αν ησκοτωθείς, εμέναν δεν
γλυτώννεις,
'πο δράκονταν τον πονηρόν δεν με
ελευθερώννεις.
Έτσι ήτουν η τύχη μου, έτσ΄ήτουν το γραφτόν
μου,
εις την τζοιλιάν του δράκοντα να κάμω το θαφκειόν
μου».
Τζι αφίννει τζιαι την μάνα της με πλήξιν τζιαι με
πόνον,
τζιαι έχειν την ορπίδαν της εις τον Θεόν τζιαι
μόνον.
Τζιαι πκιάννει τζείνον το στρατίν, τζείνον το
μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει την στου δράκου το
σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που θέλει να την
φάει.
Τζιαι τζει ηύρεν πέτραν ριζιμιάν τζιαι πάνω της
καθίζει,
τζι αρκίνησεν η λυερή να δακρυολοΐζει
τζι από τον θρήνον, πού' καμεν, η γη
κατατρομάζει,
τζι ο ουρανός την πόνησεν τζι αμέσως
συννεφκιάζει.
Δακρολολούσεν τζι έλεεν, «δοξάζω σε, Θεέ
μου,
εις την ανάγκην μου αυτήν, Θεέ, βοήθησέ
μου.
Θεέ τζι αν είμαι πλάσμαν σου, Χριστέ, τζι επάκουσέ
μου,
την ποθητήν μου την ζωήν ΄πο δράκον γλύτωσέ
μου».
Αλλ' όμως από τον πολλύν τον θρήνον δε
εκείνον,
επήρεν εις τ΄αμμάδκια της έναν μεγάλον
ύπνον.
Επήρεν το τζι εξύπνησεν σε θλιβερήν
καρδιάν,
τζι επρόσμενεν τον δράκονταν να κάμει
συντροφίαν.
Τζιαι ο μεγαλοδύναμος πολλά την ελυπήθην,
τζι επάκουσέν της την στιγμήν σ΄αυτόν που
προσευκήθην.
Τζιαι τζει χαμαί, που στέκετουν με θλιβεράν
καρδίαν,
θωρεί τον άη Γεώργιον που την
Καππαδοκίαν,
τζιαι με την Σέλλαν την χρυσήν, τον άππαρον τον
γρίβαν,
τζι επέρναν δε από εκεί να πα στην
εκκλησίαν.
Βλέπει την κόρην μανιχήν στου δράκου το
σκιάδιν,
τον δράκοντα του πονηρού, που 'ννά ΄ρτει να την
φάει.
Εστάθηκεν ο άγιος την κόρην χεραιτά την:
«Ώρα καλή σου λυερή, ώρα καλή τζιαι γειά σου,
μουσκούς τζιαι ροδοστέμματα στα καμαρόβρυα
σου.
Τζι είντα γυρεύκεις, λυερή, στου δράκου το
σκιάδιν,
του δράκοντα του πονηρού, που 'ννα ΄ρτει να σε
φάει;»
Τζιαι τζείνη αποκρίθηκεν, «ρέξε να πας, αφέντη
μου,
ρέξε να πας, αφέντη, τζι εν άδικον τζιαι
κρίμαν,
εις την καρκιάν του δράκοντα να κάμεις ΄σου το
μνήμαν».
Ο άγιος εθέλησεν την κόρην να την σώσει
τζιαι πονηρόν τον δράκονταν, για να τον
εσκοτώσει,
τζι πάραυτα επέζεψεν ΄που το γριβίν
αππάριν,
τζι ευτύς της κόρης το΄δωσεν από το
χαλινάριν.
«Σύρε το, κόρη σύρε το, τ΄αππάριν να
ποδρώσει,
τζι όντας ιδείς τον δράκονταν, κέμε σ΄εμέναν
γνώσιν».
Τζι ο άγιος επλάγιασεν εκεί τζιαι
ετζοιμάντουν,
τζιαι μετ' ολλίγον άκουσεν αυτού την μουγγαρκάν
του
τζι ο άγιος, που την γροικά, αμέσως
εσηκώστην,
τζιαι το χαντζιάριν το γρουσόν στην μέσην του
εζώστην.
Πάνω σε τζείνην την στιγμήν ο δράκος
αναφαίννει
τζι ελάβριζεν το στόμαν του, ωσάν λαμπρόν, π'
αφταίννει.
Που τον θωρεί ο άγιος, ευρέθην εις την
σέλλαν,
τζιαι πέρνει τζιαι πο πίσω του ευτύς τζιαι την
κοπέλλαν.
Ο δράκοντας που τους θωρεί, εκίνησεν κοντά
τους,
τζι ευτύς με τέτοιας λοής στέκει τζιαι χαιρετά
τους·
«Ώρα καλή σου, μπούκκωμαν, ώρα καλή σου,
γέμμαν,
τζιαι ως τα ΄λιοβουττήματα ποσπάζουμέν τα
τέλεια.
Πρώτα τρώω τον άδρωπον, τζι ύστερα την
κοπέλλαν,
τζιαι ύστερα τον άππαρον πο την γρουσήν την
σέλλαν».
Τζι ο άης Γιώρκης αποκρίθηκεν, τζιαι λέει, τζιαι λαλεί
του:
«Μπούκκωμαν τρώεις χαντζιαρκάν, το δείλις
αλυσίδιν,
τζι ως τα ΄λιοβουττήματα γινίσκεσαι
παιγνίδιν».
Τζι εγύρισεν τον άππαρον, με πλάνον για να
πάει.
Που τους θωρεί ο δράκοντας, γυρεύκει να τους
φάει,
αλλά σε τζείνην την στιγμήν τζιαι εις αυτήν την
ώραν,
μιαν χαντζιαρκάν του έδωκεν του δράκοντα στο
στόμαν,
τζι ο δράκος εμουγγάρισεν τζιαι θάμματα
'μολόαν,
τζιαι τζεί οπού την έφαεν, το γαίμαν
επιτούσεν,
τζιαι πάνω εσηκώννετουν τζιαι κάτω
εδιούσεν.
Τζιαι ξεπεζεύκει παρευτύς την κόρην που
τ΄αππάριν,
λαλεί της, «παρ΄το, σύρε το, ετούτον το
λιοντάριν.
Πάρε το, κόρη, σύρε το στην χώρα του τζυρού
σου,
εκεί εις το παλάτιον του περιποθητού σου,
για να το δουν οι Χριστιανοί, δια να
πιστευθούσιν,
για να τον δουν οι άπιστοι, όλοι να
βαφτιστούσιν».
Η λυερή φοήθηκεν τον δράκοντα να πιάσει,
γιατί τον είδεν να λακτά αυτόν τζιαι να
ταράσσει
αλλ΄έπειτα η λυερή μ΄αγίου βοηθείαν
τον έπιασεν τον δράκονταν ευτύς με αφοΐαν
τζιαι έσυρνεν τον κατά γης τζι επειρνέν τον στην
χώραν.
Πάνω σε τζείνην στην στιγμήν τζιαι εις αυτήν την
ώραν,
ο δράκος εμουγγάρισεν τζι χώρα εν που
΄σείστην,
τζιαι το σκαμίν του βασιλιά έππεσεν τζι
εραΐστην.
Τζι ο βασιλιάς αρώτησεν, «είντα' νι που
συμβαίννει,
στην μουγγαρκάν π΄ακούσαμεν, η γη ευτύς να
τρέμει!».
Όσοι τον εμισούσασιν, λαλούν του, πως συμβαίννει,
τζιαι έρκεται η κόρη του τον δράκονταν τζιαι
φέρνει,
«να φα' τζιαι την βασίλισσαν τζι εσέν τον
βασιλέαν,
τζιαι ούλους σου τους μισταρκούς, που βρέθουνται
σ΄εσέναν»
αλλ΄όσοι την εμάθασιν ετούτην την αιτίαν,
του είπασιν καταλεπτώς πάσαν την
αληθείαν.
Τζι ο βασιλιάς χαρούμενος τότες τους
απεκρίθην:
«Τζιαι πκοιός ένι ο άνθρωπος, που μου ΄καμεν την
χάριν
τζι εγλύτωσεν την κόρην μου πο τούτον το
λιοντάρι;
Πρέπει να του δουλεύκουμεν νύκταν τζιαι την
ημέραν
τζι εγιώ τζιαι η βασίλισσα τζι η μια μου
θυγατέρα
να δώσω τζιαι την κόρη μου, για να γινεί γαμπρός
μου,
να κάτσει εις τον θρόνον μου, ωσάν παιδίν δικό
μου».
Τζαι νάσου τζιαι τον νιούλλικον ομπρός του τζι
ανεφαίνει
τζιαι, σαν αετός ολόχρυσος, τον δράκονταν τζιαι
φέρνει.
«Εγιώ ΄μαι, που σου έκαμα», λαλεί του, «αυτήν την
χάριν,
τζι εγλύτωσα την κόρη σου πο τζείνον το
λιοντάρι.
Εν θέλω ΄γιω την κόρη σου, για να γινώ γαμπρός
σου,
ούτε να ονομάζουμαι ωσάν παιδίν δικό σου,
μον΄τζει χαμαί στον σκοτωμόν εκείνου του
θερίου
να κτίσεις μίαν εκκλησιάν τ΄αγίου
Γεωργίου,
που έρκεται η μέρα του ΄κοστρείς του
Απριλλίου
αντίς νερόν ροδόστεμμαν, αντίς πηλόν
χρυσάφιν,
αντίς το ψιντροχάλικον αδρόν
μαρκαριτάριν,
που μέσα να ΄ν ολόχρυση, π΄αππέξω
χρυσταλλένη,
που πάνω η τρούλλη της, να΄ν
μαρκαριταρένη,
τζιαι με τ΄αμάξια το τζερίν τζιαι με τ΄ασσιά το
λάδιν,
τζιαι με τα βορτωνόμουλα να φέρεις το
λιβάνιν».
Τζι όσα του είπεν έκαμεν, τζι όσα του
αναγγέλει,
ούλα τα ετελείωσεν, καθώς του παραγγέλει.
Ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε όσοι τζι αν
τ΄αγροικάτε,
τον άγιον Γεώργιον να τον δοξολογάτε.
Η πεταλλίνα πέτασεν τζι αετός χρυσός
λοάται,
τζιαι τζείνος που το ΄ποίησεν σαν ποιητής
λοάται,
τζείνου πρέπει μακάρισι τζι εμέναν τ΄ως πολλά
΄τε
ζωήν τζιαι χρόνια να ΄χετε εσείς, που
τ΄αγροικάτε,
τζι όσ΄είστε ποιητάρηδες να το
κοκκολοάτε.
Καταπληκτικό θα το δημοσιεύσω και θα το κρατήσω στον τοίχο μου γιατί μου άρεσε πάρα πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤέλειο συγκινήθηκα!
ΑπάντησηΔιαγραφή