Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΚΡΗ


Στη Ν.Δ. άκρη της Λάρνακας, κοντά στις γνωστές «Kαμάρες» το παλιό υδραγωγείο της πόλης επί Τουρκοκρατίας, βρίσκεται κτισμένο πάνω σε μικρό λόφο, το ωραίο βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου του Μακρή. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν ακόμα μακριά από κατοικημένη περιοχή, μέσα στην ερημιά, αγναντεύοντας στα δυτικά το Σταυροβούνι, στα νότια την Αλυκή και στα ανατολικά και βόρεια τη Λάρνακ
Σήμερα, με την επέκταση που πήρε η πόλη μετά τα γεγονότα του 1974 και την προσφυγιά, το ερημικό εκκλησάκι βρέθηκε μέσα στα ορια της πόλης. Παρ’ όλα αυτά, το αραιοκατοικημένο της περιοχής, η φυσική απομόνωση του λόφου, και ο εκτεταμένος περίβολος του ναού που περιλαμβάνει ολόκληρο το λόφο όπου είναι κτισμένος, εγγυώνται ότι θα εξακολουθεί να διατηρεί την όψη ερημικού ξωκκλησιού, μακρυά από το θόρυβο, την κίνηση και τον κόσμο.
Το εκκλησάκι αυτό είναι γνωστό σαν «Μονή Αγίου Γεωργίου του Μακρή», σε αντίθεση με τον άλλο Άγιο Γεώργιο, τον «Κοντό». Η επωνυμία αυτή, «Κοντός-Μακρής», που διακρίνει τους δυο ναούς –μοναστήρια της Λάρνακας, οφείλεται στην απόστασή τους από την παλαιά Λάρνακα (ενορίες Σωτήρος και Aγ. Ιωάννου) η οποία και ήταν η κυρίως πόλη την εποχή της Φραγκοκρατίας (13ος -16ος  αιώνας).

Πότε ακριβώς ιδρύθηκε η Μονή του Αγίου Γεωργίου Μακρή και ποια η ακριβής ιστορία της δεν γνωρίζομεν. Οι μόνες πληροφορίες που έχουμε είναι οι εξής:
Στα βυζαντινά χρόνια μέχρι και τη Φραγκοκρατία, στην τοποθεσία αυτή ήταν κτισμένο το χωριό Αγρίνου, του οποίου ενοριακοί ναοί ήταν ο Άγιος Γεώργιος ο Μακρής και ο Άγιος Ανδρόνικος. Και ο μεν πρώτος σώζεται μέχρι σήμερα, ενώ του Αγίου Ανδρονίκου τα ερείπια, που διατηρούνταν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες κάπου στη σημερινή οδό 1ης Απριλίου (σωρός λίθων με ξύλινο σταυρό στη μέση, όπου οι παλαιότεροι άναβαν καντήλι), εξαφανίστηκαν τελείως.
Το χωριό αυτό, άγνωστο και ξεχασμένο σήμερα, αναφέρεται από το χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, τον Γ.Βουστρώνιο κ.ά., καθώς και σε χάρτες της Κύπρου που σχεδιάστηκαν την εποχή της Ενετοκρατίας. Μέχρι ακόμα τις αρχές του 20ου αιώνα σώζονταν στα παρακείμενα χωράφια κομμάτια από μαρμάρινα κιονόκρανα, θεμέλιο παλαιών κτιρίων και μεσαιωνικά αγγεία από λευκήν άργιλλο, οι λεγόμενοι «κεσέδες του αγίου Ανδρονίκου», πλείστα από τα οποία εξήχθηκαν και πωλήθηκαν εκτός Κύπρου.
Ο ναός του Αγίου Γεωργίου είναι βυζαντινού ρυθμού, σταυροειδής με τρούλλο, πράγμα που μαρτυρά ηλικίαν αρκετά παλαιάν, πριν ακόμη αρχίσει να επικρατεί ο φραγκικής επιδράσεως ρυθμός με την καμαρωτή στέγη, κατά τον οποίο έχουν κτιστεί οι περισσότερες στην Κύπρο επί Τουρκοκρατίας εκκλησίες. Σαν η πιο πιθανή χρονολογία ανεγέρσεως του θεωρείται ο 12ος  αιώνας (R.Gunnis) ή οι αρχές του 14ου (Γ.Κυριαζής, Ι.Συκουτρής).
Στα 1424-6 το χωριό Αγρίνου καταστράφηκε, μαζί με την Κλαυδιά, τα Κελλιά και άλλα χωριά, από τους Μαμελούκους, κατά τον πόλεμο μεταξύ του φράγκου βασιλιά της Κύπρου Ιανού και του σουλτάνου της Αιγύπτου. Η ανάμνηση της Αγρίνου διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, αφού μέχρι τότε, στους Κώδικες της Ι.Μ.Κιτίου ο ναός ονομάζεται ακόμα «Άγιος Γεώργιος Αγρίνους, λεγόμενος Μακρής» (Κώδικες: Α΄,σελ.12΄ Δ΄, σελ.41-42).
Στα 1706 ο ναός, με τις φροντίδες «Μανοήλ ιερέως», ανεκαινίσθη εκ βάθρων, αλλά το αρχικό σχέδιο του ναού διατηρήθηκε. Η ανακαίνιση εκείνη περιελάμβανε και την «ανιστόρηση» του με τοιχογραφίες. Σήμερα σώζεται μόνο η μεγάλη τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, μέσα σε αψίδα, στο βόρειο τοίχο, κάτω από την οποία υπάρχει η εξής πληροφοριακή για την ανακαίνιση εκείνη επιγραφή: «Ανεκενίστη και ανιστορίθη ούτος ο πάνσεπτος και ιερός ναός του αγίου ενδόξου και μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του τροπαιοφόρου, δια συνδρομής και κόπου του ευλαβεστάτου κυρίου Μανοήλ ιερέος και της πρεσβυτέρας αυτού Μαριούς. Μνήσθηι Κε , και συνδρομή του Λεοντίου ιερέος εικονόμου της μονής του αγίου Λαζάρου, και διά εξόδου τον αδελφόν και επιτρόπον κυρού κυρ Λογίζου και κυρίου Φραντζέσκου κε Παντελούς Ντζιπραήλ, αδελφού Φαραχάννα, Γεωργή Φαραχάννα, Ντζένιου προσκυνητού, Νικολάου προσκυνητού, Σελέσα Γιάκουμο, 1706».(Διατηρήθηκε η ορθογραφία της επιγραφής).
Δεν γνωρίζουμε τον αγιογράφο της τοιχογραφίας.
Μετά την καταστροφή της Αγρίνου (1424-6), ο μέχρι τότε ενοριακός ναός έγινε – άγνωστο πότε ακριβώς – Μονή, η οποία αν και προς το τέλος του 18ου αιώνα άρχισε να παρακμάζει, εν τούτοις φαίνεται ότι δεν έπαυσε να λειτουργείται από ιερομονάχους εφημερίους (απ’ ό,τι μπορεί να διαπιστώσει κανείς μελετώντας τους Κώδικες της Ι.Μ.Κιτίου), και να προσελκύει πολλούς πιστούς από την πόλη καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.
Στον Κώδικα Δ΄(σελ.412-2) της Ι.Μ.Κιτίου, αναφέρονται μερικά ονόματα κληρικών που διετέλεσαν εφημέριοι και επίτροποι της Μονής: μετά τον λαϊκό επίτροπο Μιχαήλ (1775-9), κατά τα 1780-5 ο παπα-Ιερόθεος ιερομόναχος, στα 1785 ο παπα-Καλλίνικος, στα 1786-90 ο παπα-Αθανάσιος ιερομόναχος, στα 1832 ο οικονόμος ΄Ανθιμος και ο ιερομόναχος Χαρίτων, στα 1880 ο ιερομόναχος Λαυρέντιος. Δεν γνωρίζουμε αν τα ενδιάμεσα κενά οφείλονται σε περιοδική ερήμωση της Μονής ή απλώς σε έλλειψη σχετικών πληροφοριών.
Η μοναδική σωζόμενη τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου(1706)
Προς το τέλος του 19ου  αιώνα όμως, η Μονή φαίνεται να παρήκμασε και να εγκαταλείφθηκε τελείως. Σώθηκε από τελείαν ερήμωση και πήρε νέα ζωή κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου  αιώνα, χάρις στον αρχιμανδρίτη Κιτίου Μελέτιο Μοδινό (1843-1917) – θείο του ποιητή Δημήτρη Λιπέρτη – στις μέριμνες του οποίου οφείλεται το εικονοστάσι, ο δεσποτικός θρόνος, το πλαίσιο της τοιχογραφίας του αγίου, η επιδιόρθωση του ναού και των γύρω κτισμάτων, και η βελτίωση της κτημοσύνης της Μονής. Τότε ξανάρχισαν να γίνονται εκεί λειτουργίες και να προσέρχεται πολύς κόσμος από τη πόλη. Εν τω μεταξύ είχε γίνει και επέκταση του ναού προς τα δυτικά με την προσθήκη νάρθηκα, αλλά δεν γνωρίζουμε αν αυτό ήταν μέρος του ανακαινιστικού έργου του 1706 ή του επί Μελετίου Μοδινού.
Στις επόμενες δεκαετίες του αιώνα μας η Μονή ξανάπεσε σε παρακμή και λησμονήθηκε, και τα δωμάτια της (5 ισόγεια και 2 ανώγεια) αφέθηκαν να ερημωθούν και να καταστραφούν. Πριν μερικά χρόνια το Τμήμα Αρχαιοτήτων αφαίρεσε το νάρθηκα, αποκαθιστώντας το ναό στην αρχική του μορφή, ενώ το 1983 κατεδαφίστηκαν και όλα τα μισογκρεμισμένα δωμάτια και αφέθηκε μόνος ο ναός σ’ όλη του τη βυζαντινή ομορφιά.
Σήμερα το εκκλησάκι ξανάρχισε, με τις ευλογίες του Παν. Μητροπολίτου Κιτίου κ. Χρυσοστόμου, να λειτουργεί σαν πνευματικό κέντρο στο οποίο τελούνται λειτουργίες, παρακλήσεις, απόδειπνο, αγρυπνίες και άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις. Για το σκοπό αυτό προωθείται και η ανέγερση σχετικού οικήματος στη θέση των παλαιών κατεδαφισμένων κτισμάτων.
Η σημερινή ανακαινιστική προσπάθεια της Ι.Μ.Κιτίου είναι η τρίτη χρονολογικά, μετά από εκείνη του 1706 και την επί αρχιμ. Μελετίου Μοδινού.
                                                                                    Αρχιμ. Σωφρόνιος Μιχαηλίδης 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου