Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Άγιος ιερομάρτυς Γεώργιος και οι συν αυτώ 12 νεομάρτυρες

Ομιλία του Πανοσιολ. Αρχιμ. Χρυσοστόμου Παπαδάκη, Πρωτοσυγκέλλου της Ι. Μητροπόλεως, 8ης/7/2012, επ΄ ευκαιρία της ανακοινώσεως για την έναρξη των απαιτουμένων εκκλησιαστικώς για την τιμή, των εκ Γέργερης σφαγιασθέντων Ιερέως Γεωργίου Κυριακίδου και 12 κατοίκων της Γέργερης, υπό Οθωμανών κατά την ώραν της Θ. Λειτουργίας, την 25η Μαρτίου 1828, ως Νεομαρτύρων και για την εγγραφή αυτών στο Αγιολόγιον της Εκκλησίας

... Ἦλθε τό λοιπόν, ἀδελφοί, «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», γιά τήν ἔναρξη τῆς τιμῆς ἀπό τήν Τοπική μας ἁγιοτόκο καί ἁγιοτρόφο Ἐκκλησία, τοῦ νέου Ἱερομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Κυριακίδη, Ἱερέως τῆς Γέργερης καί τῶν σύν αὐτῷ Δώδεκα Νεομαρτύρων πού μαρτύρησαν στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1828 μέσα στήν Ἐκκλησία τῆς Μεταμορφώσεως, τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας, ἀπό τούς Τούρκους.
          Ἄν γιά ὅλα τά πράγματα τοῦ κόσμου κοινωνικά καί προσωπικά πρέπει νά ἔρχεται τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τούς Ἁγίους, γιά τούς ὁποίους ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα ὁμιλεῖ ἐπίσημα ἡ Ἐκκλησία. Καί αὐτό ἐπιτάσσει ἡ πνευματέμφορη καί ἀλάθητη Συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας. Τά κριτήρια δέν εἶναι ἀνθρώπινα. Εἶναι θεῖα ὡς προερχόμενα ἀπό τόν Θεό καί τά ὁποῖα λαλοῦνται μυστικῶς ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στήν Ἐκκλησιαστική Συνείδηση πού εἶναι ἡ ἀνώτατη αὐθεντία της.

          Ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι γιά τήν Τοπική Ἐκκλησία, εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Εἶναι τό ὁρατό σημεῖο ἑνότητος πίστεως καί διοικήσεως. Εἶναι τό στόμα τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας πρός κάθε κατεύθυνση. Εἶναι ἐκεῖνος πού καί στίς περιπτώσεις τῶν Ἁγίων της, ἔχει κανονικῶς, θεολογικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς τόν πρῶτο καί ἐπίσημο λόγο. Καί ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία τῶν Γορτυνίων, Ἐκκλησία Ἀποστολική, κλεϊσθεῖσα ἀπό πλειάδα Ἁγίων, ἔχουμε τήν εὐλογία νά ποιμενόμεθα ἀπό φιλάγιο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος διαθέτει καί ὡς πρόσωπο αὐτή τήν εὐαισθησία μέ τούς Ἁγίους τοῦ τόπου, τούς ὁποίους τιμᾶ καί προβάλλει ἀπό τήν ἀρχή πού τέθηκαν τά χέρια του στό πηδάλιο.

          Γι᾽ αὐτό καί σήμερα, σ᾽ αὐτή τή Θ. Λειτουργία, ἀνακοινώνεται ἡ ἔναρξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐνεργειῶν γιά τήν ἀναγνώριση ὡς Ἁγίων, τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Γεωργίου καί τῶν σύν αὐτῷ Νεομαρτύρων. Πρῶτο βῆμα εἶναι ἡ ἱστόρηση Εἰκόνος πού θά τοποθετηθεῖ σ᾽ αὐτόν τόν περικαλλῆ Ναό. Δεύτερο βῆμα εἶναι ἡ σύνταξη Ἱερᾶς Ἀκολουθίας ἡ ὁποία θά ψάλλεται πανηγυρικά σέ τοπικό πρῶτα ἐπίπεδο, κατά τήν ἡμερομηνία πού θά καθοριστεῖ, ἀφοῦ δέν προσφέρεται ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους, λόγῳ τῆς Θεομητορικῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί τῆς Ἐθνικῆς ἑορτῆς. Τό ἑπόμενο βῆμα τῆς ἐπίσημης ἁγιοκατατάξεως ἀπό τή Μητέρα Ἐκκλησία Κων/πόλεως, θά γίνει ἐν καιρῷ, ὅταν ὁ Θεός τό θελήσει.
          Σχετικά μέ τό μαρτύριό τους, γιά τό ὁποῖο δέν εἶναι μόνο ἐθνομάρτυρες ἀλλά καί Ἅγιοι, ἀναφέρουμε τά ἐξῆς:
          Τό 1953, στό χωριό Βαλῆς Μεσαρᾶς, φανερώθηκαν μέ ἀποκαλύψεις οἱ χρονικά πρῶτοι Νεομάρτυρες ἐν Κρήτῃ. Ὁ Ἱερεύς Ἱσίδωρος καί τά δύο του παιδιά Γεώργιος καί Εἰρήνη. Νεομάρτυρες ἀποκαλοῦνται ἐκεῖνοι πού μαρτύρησαν ἀπό τούς Τούρκους γιά τήν πίστη, ἀπό τό 1453 καί μετά, τότε δηλαδή πού ἔγινε ἡ πτώση τῆς Κων/πόλεως. Ἡ χρονολογία αὐτή τέθηκε συμβολικά ὡς ἐπίσημο χρονικό ὁρόσημο, ἀλλά Νεομάρτυρες εἶναι κί ἐκεῖνοι πού μαρτύρησαν ὅπου ἐπεκράτησαν οἱ Τοῦρκοι καί πρό τῆς πτώσεως τῆς Πόλεως. Ἡ Κρήτη καταλήφθηκε ὁλοκληρωτικά τό 1669. Ὅμως χρόνια πρίν ἔκαναν στίς ἐπαρχίες τις ἐπιδρομές. Σέ μιά ἀπό αὐτές, μαρτύρησε καί ὁ Ἱερέας Ἰσίδωρος μέ τά παιδιά του, Κυριακή, μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας. Κανείς δέν γνώριζε τίποτε γι᾽ αὐτούς. Ὁ Ἅγιος ἀποκαλύφθηκε μέ ἀνύπνια ἀλλά καί αἰσθητῶς, αὐτοβιογραφήθηκε, ὑπέδειξε τόν τάφο του καί βρέθηκαν τά λείψανα ἐκείνου μαζί καί τῶν παιδιῶν του ὅπως ὁ ἴδιος εἶχε περιγράψει πῶς ἦταν τοποθετημένα. Ἀκολούθησαν σημεῖα καί θαύματα πολλά. Οἱ δέ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ μέ πολλές προσπάθειες ἔκτισαν τόν Ναό τους. Ὁ Θεός, λοιπόν, τούς ἀποκάλυψε, διότι ἤθελε νά τιμηθοῦν ὡς Ἅγιοι. Γιά μᾶς σήμερα ἔχει σημασία, ὅτι ὁ τρόπος τοῦ μαρτυρίου ἦταν κοινός. Ἱερεύς μέ τά παιδιά του τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας ἐκεῖ, Ἱερεύς μέ Ἐνορίτες του τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας ἐδῶ. Γιά τούς πρώτους μίλησε θαυμαστῶς ὁ Θεός. Γιά τούς δεύτερους μίλησε ἡ ἱστορία καί τώρα ἡ Ἐκκλησιαστική Συνείδηση.
          Ἄλλη περίπτωση Νεομαρτύρων τοῦ τόπου μας εἶναι ἡ τῶν Τριῶν στά Ἄνω Μούλια πού μαρτύρησαν τό 1867. Καί γι᾽ αὐτούς ἦλθε (νωρίτερα) τό πλήρωμα τοῦ χρόνου καί τιμῶνται ὡς Ἅγιοι πανηγυρικά. Κτίσθηκε καί γι᾽ αὐτούς ὁ πρῶτος Ναός πού ἐγκαινιάσθηκε ἀπό τόν Δεσπότη μας πρίν ἕνα χρόνο.
          Ἄλλη περίπτωση Νεομάρτυρος καί μάλιστα σπάνια, εἶναι αὐτή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ «Ἀρναουταγιάννη». Ἦταν Ἀλβανός στρατιώτης, πού μαζί μέ τούς Τούρκους ἔλαβε μέρος στήν κατάπνιξη κρητικῆς ἐπανάστασης. Ὅμως μετάνοιωσε, ἔγινε χριστιανός στό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Φαιστοῦ, ἀνέλαβε μάλιστα ἀγροφύλακας τῆς περιοχῆς. Οἱ Τοῦρκοι μή ἀντέχοντας τήν ἀλλαξοπιστία του, σχεδίασαν τή συκοφάντησή του, γιά νά ὁδηγηθεῖ στή συνέχεια στά δικαστήρια στό Ἡράκλειο. Ἄν καί τόν ὑπεβαλλαν σέ φρικτά βασανιστήρια, ἔμεινε σταθερός στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί μαρτύρησε, τό 1845. Ὁ ὁμιλῶν εἶχε τήν εὐλογία νά βρεῖ στό Ἅγιο Ὄρος χειρόγραφο πού περιεῖχε τό μαρτύριό του καί ἡ ἔρευνα ἔφερε καί ἄλλα στοιχεῖα ἱστορικά πού βεβαίωναν τό γεγονός. Σήμερα καί ἐκεῖνος τιμᾶται στό χωριό πού ἔζησε, στίς 19 Μαῒου. Εἱκόνα του μάλιστα μεγάλη στείλλαμε καί σέ Ναό τῆς Ἀλβανίας, καί τιμᾶται καί στήν Πατρίδα του.

          Ἀλλά ἔχουμε ἀκόμη καί ἄλλη περίπτωση στήν Ἐπαρχία μας, ἀνωνύμου ἱερέως καί τοῦ νεωκόρου του, στό χωριό Διονύσι. Καί αὐτῶν τό μαρτύριο εἶναι ξεχωριστό καί διδακτικό. Μαρτυρεῖ ἡ ἱστορία, ὅτι τό Διονύσι ἦταν χωριό πού εἶχε ὅλο ἐξωμώσει. Ἔγιναν μουσουλμάνοι Τουρκοκρῆτες καί μάλιστα φανατικοί ὅπως εἶχε συμβεῖ καί μέ ἄλλα χωριά. Μουσουλμάνος καί ὁ παπάς καί ὁ νεωκόρος τῆς Ἐκκλησίας τήν ὁποίαν εἶχαν μετατρέψει σέ τζαμί. Μετά ἀπό χρόνια, οἱ δύο εὑρισκόμενοι σέ παρέα, γιά λόγους ἐμπαιγμοῦ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, εἶπαν στόν πρώην ἱερέα νά λειτουργήσει ἄν θυμᾶται. Ἐκεῖνος μέ τό πού ἔβαλε «εὐλογητός», εἶδε ὀφθαλμοφανῶς μπροστά του τόν Χριστό. Τότε φώναξε πρός τόν Κύριο ἐν μετανοίᾳ˙ «Χριστέ μου καί σ᾽ ἀρνήθηκα». Κι᾽ ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε, «ἐγώ ὅμως δέν σ᾽ ἀρνήθηκα». Ἀξιώθηκε καί ὁ πρώην νεωκόρος νά δεῖ καί νά ἀκούσει. Τότε καί οἱ δύο ἔβγαλαν τά φέσια τους, τά ποδοπάτησαν, ὁμολόγησαν τήν πίστη τους καί οἱ Τοῦρκοι τῆς παρέας του ἐξαγριωμένοι, τούς πῆραν καί τούς κατέσφαξαν λίγο ἔξω ἀπό τό χωριό σ᾽ ἕνα ρέμα, ὅπου κατά τίς μαρτυρίες τῶν κατοίκων ἀργότερα γίνονταν διάφορα σημεῖα. Πρέπει ὅμως νά ἀναφέρουμε καί τά ἑξῆς: Τό 1821-22, μαρτύρησαν διά σφαγῆς, σχεδόν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Κρήτης, μαζί καί ἄλλοι κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, περί τούς τριακόσιους. Ὅλοι αὐτοί πρίν λίγα χρόνια, ἁγιοκατατάχθηκαν ἐπίσημα καί ἑορτάζουν στίς 23 Ἰουνίου. Ἄν ὁ Ἱερεύς Γεώργιος Κυριακίδης καί οἱ λοιποί σύν αὐτῷ εἶχαν μαρτυρήσει τήν ἴδια περίοδο, θά ἑόρταζαν καί αὐτοί τήν ἴδια μέρα. Ὅμως μαρτύρησαν τό 1828. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση καί τιμή τῶν πολλῶν προαναφερθέντων Νεομαρτύρων τοῦ 1821-22, ἀποτελοῦν τό προηγούμενο, γιά νά τιμηθοῦν καί οἱ ἐν λόγῳ τῆς Γέργερης. Ἰσχύουν καί γι᾽ αὐτούς τά ἴδια κριτήρια. Καί ἐπί πλέον ἄς γνωρίζουμε, ὅτι πρόσφατα ἐπίσημα ἁγιοκατατάχθηκαν, πάνω ἀπό 2.000 Νεομάρτυρες, πού μέ τόν ἴδιο τρόπο μαρτύρησαν στή Νάουσα, οἱ πλεῖστοι ἀνώνυμοι.
          Σεβασμιώτατε Ποιμενάρχα μας κ. Μακάριε,
          Τό σημερινό γεγονός τῆς ἐνάρξεως τῶν ἐνεργειῶν τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τιμῆς καί μνήμης καί τελικῶς ἁγιοκατατάξεως τοῦ Νέου Ἱερομάρτυρος Γεωργίου Κυριακίδη καί τῶν Δώδεκα σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Νεομαρτύρων, ἀποτελεῖ μιά ἀκόμη εὐλογία τῆς ποιμαντορίας σας. Εὐχόμαστε νά ἀξιωθεῖτε κάποια μέρα, νά λάβετε στά χέρια σας καί τήν ἐπίσημη Πράξη τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, μέ τήν ὁποία θά τούς ἁγιοκατατάσει στό Ἁγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Εἶθε δέ νά εἶναι ἀρωγοί στό πολύμοχθο ἔργο σας.
          Σεβασμιώτατε ἅγιε Αὐστρίας.
          Ἐκεῖ στήν ξένη, ἐν μέσῳ τόσων ἑτεροδόξων, ὅπου κρατᾶτε ἀναμμένη τήν κανδήλα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν θά ἔχετε μόνο τίς δικές μας εὐχές, ἀλλά καί τίς πρεσβεῖες τῶν Ἁγίων τοῦ τόπου σας. Καί ταπεινά προτείνω, ὅταν θά ξαναέλθετε στή γενέτειρά σας, νά σᾶς δοθεῖ Εἰκόνα τους καί ὅταν γίνει καί ἡ Ἀσματική Ἀκολουθία τους. Νά τήν τοποθετήσετε στό Μητροπολιτικό σας Ναό καί νά λειτουργεῖτε στή μνήμη τους. Νά ὑπάρχει αὐτό τό ἱερό μαρτυρίκι τῆς ποιμαντορίας σας γιά τούς ἐπερχόμενους.
          Ἀγαπητοί κάτοικοι τῆς Γέργερης. Μέχρι τώρα εἴχατε τόν ἁγιασμό ἀπό τή γειτνίαση μέ τή Νήβρυτο ὅπου ἁγίασε ὁ Ὅσιος Μεθόδιος. Τώρα ξέρετε, πώς καί ἡ Γέργερη εἶναι ἁγιοτόκος καί μάλιστα δεκατριῶν Νεομαρτύρων. Νά εἶναι σκέπη καί εὐλογία σας, στήριγμα καί βοήθεια στίς δυσκολίες τοῦ βίου. Καί ὅταν περάσουν οἱ δύσκολοι καιροί, νά ἀξιωθεῖτε νά ἀνεγείρετε καί Ναό τους πού θά μνημειώσει τήν ἱερή αὐτή κληρονομιά, τήν ὕψιστη τιμή καί εὐλογία.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Σεληναρίου

Η ανδρική Μονή του Αγίου Γεωργίου του Σεληνάρη είναι κτισμένη στην καρδιά του φαραγγιού του Σεληνάρη, κοντά στο Βραχάσι Λασιθίου και στη Νεάπολη. Δίπλα από το μοναστήρι περνάει η Εθνική Οδός Ηρακλείου – Αγίου Νικολάου και γι’ αυτό το μοναστήρι δέχεται πολλούς επισκέπτες καθημερινά. Για τους Κρητικούς μάλιστα θεωρείται γρουσουζιά να περνάει κάποιος το φαράγγι, χωρίς να σταματήσει στον Άγιο Γεώργιο. Αυτό έχει επικρατήσει καθώς παλιά η μονή ήταν ένα σημείο όπου σταματούσαν για να ξεκουραστούν οι ταξιδιώτες και τα ζώα τους. Μάλιστα υπάρχει μια πασίγνωστη μαντινάδα στην Κρήτη που λέει:
Από τα Μάλια όντε περνάς
και πας για Σεληνάρι
ένα κεράκι άναψε
στ’ Αϊ – Γιωργιού τη χάρη
Η μονή κτίστηκε κατά τη δεύτερη βυζαντινή περίοδο (961-1204) και καταστράφηκε από το Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538. Λίγο αργότερα, τρία αδέλφια από τη Ρόδο εγκαταστάθηκαν στο Βραχάσι, για να αποφύγουν τον τουρκικό ζυγό. Ο ένας από αυτούς, ο Νικόλαος, οδηγήθηκε από ένα φως και βρήκε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο μέρος όπου κτίστηκε το μικρό εκκλησάκι. Ο Νικόλαος εγκαταστάθηκε στο Σεληνάρι μέχρι το θάνατο του, όταν τάφηκε σε ένα μικρό σπήλαιο διαστάσεων 1,5 x 1,5 μ. στην κορυφή του Ανάβλοχου, το οποίο λάξευσε ο ίδιος.
Χρόνια μετά το θάνατό του, ένα ροδίτικο καράβι περνούσε και οι ναύτες παρακολούθησαν την αξιοσημείωτη πορεία ενός αστεριού που σταμάτησε πάνω από το σπήλαιο και που έλαμπε σαν ήλιος. Κατάλαβαν τότε ότι ήταν θεϊκό σημάδι, πήγαν στο μέρος αυτό, πήραν τα κόκαλα του και τα πήγαν στη Ρόδο την πατρίδα του. Ο Ανάβλοχος με το σπήλαιο βρίσκεται πάνω στην ανατολική πλευρά του φαραγγιού, απέναντι από τη μονή, και μπορείτε να τον διακρίνετε αν κοιτάξετε ψηλά και δείτε το μεγάλο σταυρό. Η πρόσβαση ως τον τάφο είναι εφικτή από μονοπάτι, αλλά απαιτεί καλή φυσική κατάσταση.
Το κύριο σώμα του κεντρικού ναού της μονής είναι σύγχρονο, ενώ το παρεκκλήσι του Αγίου Γεωργίου είναι ο ναός που έκτισε ο Νικόλαος, αλλά με σύγχρονες τοιχογραφίες. Χρονολογείται στο 16ο αιώνα και είναι μικρών διαστάσεων, μονόχωρος καμαροσκέπαστος με οξυκόρυφη καμάρα. Οι μοναχοί είναι πολύ φιλικοί και πρόθυμοι να ενημερώσουν τους προσκυνητές για την ιστορία του μοναστηριού, στο οποίο λειτουργεί σύγχρονο γηροκομείο, κτισμένο πάνω στα ερείπια των παλιών κελιών της μονής.
Ένας θρύλος για τον Άγιο Γεώργιο στο Σεληνάρι λέει ότι κάποτε ένας βοσκός που πήρε ψεύτικο όρκο το χέρι του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από την εικόνα του Αγίου. Μετά που παραδέχτηκε ότι είπε ψέματα, αμέσως κατάφερε να φύγει. Μια άλλη ιστορία για την θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου στο Σεληνάρι, λέει ότι πήγε κάποιος και ορκίστηκε “Ορκίζομαι! (είπε!) δεν έκλεψα εγώ τα ζά (ζώα) του κουμπάρου μου!! Να βγεί το μάτι μου ανε λέω ψόματα!” Είπε και πρίν προλάβει να πατήσει το πλατύσκαλο της εκκλησιάς, κρατούσε το ίδιο του το μάτι μέσα στα δυό του χέρια!

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΠΟΛΙΤΟΥ - ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ  ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΧΙΟΠΟΛΙΤΟΥ,
Μαρτυρήσαντος έν Κυδωνίαις έν ετει αωζ', μηνός Νοεμβρίου κς'.

Συνεγράφη δέ παρά ΦΩΤΙΟΥ ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ Κυδωνιέως, άγιογράφου.
«Γεωργίω μάχαιρα πρόξενος τέλους, αυτή δε τούτω πρόξενος και τοΰ στέφους.» «Γεωργίου έκκαι χάδι τάμεν αυχένα χαλκός.»

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΑ

«Ένδοξος εν μάρτυσιν ο κλεινός Γεώργιος ώφθη τοίς Αρχαίοις
Εωσφόρος έλαμψε ..Συ εί μαρχύριον Χριστέ αγαλλίασμα»

Ο Άγιος Γώργιος ό Χιοπολίτης. Δια χειρός Φωτίου.




 ΠΙΑΝΩ ΠΑΛΕ ΣΗΜΕΡΑ νά γράψω μιά παλιά ιστορία. Δεν φταίγω αν λϊγω ούλο παλιές ιστορίες. Σήμερα ό κόσμος άλλαξε όλότελα, πάνε πλιά κείνα τά χρόνια πού οί άνθρωποι είχανε άντρειοσύνη, φιλότιμο, μεράκια λογιώ-λογιώ. Κι άπό τέτοια-τέτοια χαρίσματα γίνουνται οί ιστορίες, καί διαλαλιοΰνται στό ντουνιά ονόματα καί πίθετα π’ ως τά τότες ήτανε σάν τό δικό μου καί σάν τό δικό σου.

Άπό δω πού κάθουμαι βλέπω βουνά, βλέπω πολιτείες, κάστρα, κάμπους, π’ άλλα ζαμάνια ματοχωθήκανε άπό μοβόρους παλληκαράδες καί τώρα τούς αύλακώνουνε τά ξυλάλετρα. Αντίκρυ άπ’ τό παραθύρι πού κάθουμαι φαίνουνται μέσα στό θολό πέλαγο τά βουνά τής Τουρκίας. Σέ κείνα τά μέρη γεννήθηκα κ’ εγώ, κι άν ήτανε κανένας παρών τώρα πού κοιτάζω κατά κεΐ, θάν έβλεπε πώς τά μάτια μου είναι δακρυσμένα. 

Μά κ’ έδώ, σέ τούτο τό νησί πού πατώ, καί πέρ’ άπό δώ, τά χώματα είναι βασανισμένα άπ’ τόν Τούρκο. Όπου πατήσεις καί δπου σταθείς, βλέπεις καί θυμάσαι τή σκληρότη αύτουνοΰ τού σκύλου, πού ξεπέζεψε σά μερμηγκιά άπάνου σέ τούτα τ’ άρχαΐα χώματα, μπήκε μέσ’ στά σπίτια μας, πατσαβούριασε τήν τιμή μας, ροΰφηξε τό αίμα μας. Χιλιάδες μέρες καί χιλιάδες νύχτες χτυποκάρδι πώς περάσανε καί βγάζει πάλε ξανά ή γης έτούτη νιοΰς καί κοπέλες! 

Πώς δέν ξεράθηκε γιά οϋλους τούς αιώνες τό δέντρο πού μαράθηκε άπ’ τό φαρμακερό χνώτο αύτουνοΰ τού φιδιού! Ρωτιέμαι μέσα μου καί κοιτάζω καί τά βουνά, ρωτώ τή γης πού ’δε τόσα καί τόσα, ρωτώ τή θάλασσα... Στά γκρεμνισμένα κάστρα κείτουνται άκόμα σά θρεμμένα γουρούνια τά κανόνια μέ τόν ντουρά τού σουλτάνου, πράσινα άπ’ τή σκουριά, τά μάσκουλα είναι παρατημένα δώ κ’ εκεί.

 Οί μαρμαρένιες μπάλες, τά διπλά τοπούζια [1] στέκουνε σωροί χωμένα μέσα στή γης, γιά κείτουνται άλάμ-ταρλάμ[2] στό κύμα τής άκρογιαλιάς. Στά ντουβάρια είναι χτισμένες οί πλάκες μέ τ’ άφορεσμένα ζερβοψήφια τού Μεμέτη. Άπό μέσ’ άπ’ τά όγρά κατώγια κι άπ’ τούς μπαρουτχανέδες, σά ν’ άκοΰς άκόμα τις φωνές πού βγάζανε οί μαύροι βασανισμένοι μέ τά δαρμένα κορμιά, μέ τα βουλιασμένα μάτια, σγουμποί, δίχως αίμα λές καί βλέπεις άκόμα τά ταγκαλάκια, τούς μπασιμποζούκηδες, σταυροπόδι μέ τις κάμες στά ζουνάρια, μέ τα θεόρατα μπασλίκια στά κεφάλια, νά βιγλίζουνε άπάνου στις ντάμπιες. Καί κάτ’ άπ’ τό κάστρο άρχινάνε τά σπίτια, τά τουρκόσπιτα, μ’ ένα σωρό μιναρέδες δώ κ’ έκεΐ. Οί χαραμοφάγοι πήρανε τά χωράφια, πήρανε τ’ αμπέλια, δέν αφήσανε γής μηδέ γιά μνημόρι. 
Κι ό νοικοκύρης πήγε καί λούφαξε κλωτσημένος μέσα στά λαγούμια, μέσα στά χαλάσματα, πεινασμένη λεμπεσουριά. Έτσ’ είναι ό νόμος τού πόλεμου γιά τόν Τούρκο.

Καί, μ’ όλο τούτο, ό ραγιάς καί σέ τούτη τήν καταντιά έθρεφε μέσα στό βερέμικο [3] κορμί αϊστημα κι άνθρωπιά. Άγάλι’-άγάλια άνεράγωσε. Περάσανε χρόνια καί χρόνια ώς νά ξεχλωμιάσει άπ’ τήν τρομάρα πού πήρε σάν έπεσ’ ή Πόλη. Στό τέλος τά κατάφερε νά μήν περνά τή ζωή του στραβοκωλιάζοντας σάν σκύλος μπρος στούς σκύλους. Είχανε κείνοι πασάδες, ντερεμπέηδες, άγάδες, μουφτήδες- είχανε κ’ οί χριστιανοί δημογερόντους, προεστούς καί δεσποτάδες.

 Μά οί άρχόντοι τους κ’ οί προεστοί τους δεν ήτανε καλοπερασμένοι άφεντάδες, μόνο είχανε ζωγραφισμένη άπάνου στά προσώπατά τους μιά πίκρα κ’ ένα μεράκι. Τό μάγουλό τους ήτανε δίχως αίμα, ή ματιά τους ταπεινή καί θλιμμένη, τό μουστάκι τους άστριφτο, τά γένια τους παρατημένα άπό χτένι κι άπό μπαρμπέρη, λές κ’ ήτανε τίποτις άσκητάδες γή άγιοί, κι όχι άρχόντοι άπό μεγάλα σόγια. Ό Τούρκος καμωνότανε τόν φίλο, μά οί ραγιάδες δέν τόν μπιστευόντανε. Οί άρχόντοι τους πεθαίνανε μέ τήν κρεμάλα καί μέ τό παλούκι, οί παπάδες τους άγιάζανε μέ τό χαντζάρι. Ή κουβέντα τους ήτανε σάν κλάψα, τό τραγούδι τους θρήνος, τό περπάτημά τους τεμενάς καί σελάμ άλέκιουμ. Φαρμάκι άπάνου στά φαρμάκια.


'Η ιστορία πού σκεδιάζω έγινε έκατό χρόνια πρί γεννηθώ. Μά στέκει τόσο ζωηρή μέσ’ στό μυαλό μου, πού μοϋ φαίνεται πώς ήμουνα κιόλας φερμένος στόν κόσμο, κ’ είδα μέ τά μάτια μου τά όσα ξιστορώ τόσο καλά μοΰ τά παραστήσανε κείνοι πού μ’ άναθρέψανε.

Κάθε χρόνο στις 26 τού Νοέβρη άποβραδίς χτυπούσανε θλιβερά οί καμπάνες στά δώδεκα καμπαναριά τής πολιτείας, κι ούλος ό κόσμος φορεμένος τά καλά του πάγαινε στό παζάρι κι άναβε κεριά καί τά κολλούσε άπάνω σέ μιά ματωμένη πέτρα, κι άνεσπαζότανε τ’ άσημωμένο κεφάλι τ’ 'Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη, πού ’χε μαρτυρήσει σέ κείνο τό μέρος κι άπάνου σέ κείνη τήν πλάκα. 
Οί καμπάνες χτυπούσανε ίσαμε τά μεσάνυχχα, κι ό πιό πολύς ό κόσμος δέν κοιμότανε, μόνο διαβάζανε μέσα στά σπίτια τό συναξάρι τ’ Άγιου Γιώργη, κ’ οί γέροι διηγόντουσαν τό τί θυμόντανε άπ’ τή σφαγή του, εϊτε τό τί είχανε άκουστά άπ’ τούς γεροντότερους. Κ’ έτσι στην καρδιά μας, έμάς των μικρών, άπόμνησκε μιά θλίψη, πού βαστοΰσε δυό καί τρεις μέρες, κατά τό αϊστημα τού καθενούς. Κ’ έγώ από μικρός είχα πιθυμιά νά γράψω τήν ιστορία του γιά ν’ άπο μείνει άπ’ τό χέρι μου.


Τώρα πού ’λειψε άπ’ τό πρόσωπο τής γης ή βασανισμένη πολιτεία πού γεννήθηκα, κ’ οί έκκλησιές γενήκανε τζαμιά καί τάβλες [4], ποιος ξέρει ποιος άνεμος άραγε πήρε τό λείψανο τ’ Άγιου Γιώργη τού Χιοπολίτη. Έμαθα πώς ό δεσπότης τό ’χε κατεβασμένο σέ κρυψώνα, μαζί μέ τά θαματουργά κονίσματα καί μέ τούς κώντικες. Μά κι αυτός κι ούλοι οί παπάδες περάσανε άπ’ τό μαχαίρι, καί δέν μπορεί πλιά κανένας νά μάς πει μηδέ πού βρίσκεται ή ματωμένη πέτρα τού παζαριού.

Ή πολιτεία πού λέγω, άναγνώστη πικραμένε, δέν είναι καμιά άπό κείνες πδχουνε παλιά δόξα κι όνομα ξακουσμένο. Μηδέ Ρώμη είναι, μηδέ Αθήνα, μηδέ Τρωάδα, μηδέ καμιά άπ’ τις άλλες ξακουσμένες πολιτείες. Τ’ όνομά της είναι σβησμένο κιόλας άπ’ τή θύμηση τού κόσμου, ή στορία της σκοτεινή, ή τοποθεσία της παράμερη, μ’ έναν λόγο καί κείνη κι ό ιστορικός της βρίσκουνται κ’ οί δυό τους σέ όμοια άφάνεια, ώστε νά μή μπορεί ό ένας μας νά δώσει τ’ άλλουνοΰ κείνο πού τ’ άρνήστηκε ή ιστορία, τή φήμη.

Άν λάχει νά περάσεις μέ καράβι άπ’ τό μπουγάζι τής Μυτιλήνης, θά δεις κατά κεΐ πού βγαίνει ό ήλιος κάτι χαμηλά βουνά άπάνου στή στεριά τής Ανατολής. Κατά τόν βοριά στέκει τό Κάζ Ντάγ, τό μεγάλο βουνό πού τό λέει Ίδη ό Όμηρος καί πώς στήν κορφή τουτουνοΰ τού βουνού καθόντανε τάχα οί Δώδέκα Θεοί καί σεργιανίζανε τόν πόλεμο τής Τρωάδας. 

’Άν σιμώσεις περσότερο στή στεριά, θέλεις άπορέσει πώς δε φαίνεται πουθενά ή πολιτεία. "Ενα σωρό ρημονήσια μικρά καί μεγάλα είναι σκόρπια γύρου-τριγύρου. Τότε μπαίνεις μέσα σ’ ένα στενό μπάσιμο, τό Ταλιάνι λεγόμενο καί, σάν τραβήξεις παραμέσα, θά δεις άνέλπιστα ν’ απλώνει μπροστά σου ένας μεγάλος κόρφος ίδιος λίμνη, πού δέν τόν ύπόπτευες πίσ’ άπ’ τά βουνά.


 Μέσα κεϊ θά δεις καί τήν πολιτεία πού σοΰ λέγω, σά νά ’ναι φωλιασμένη, κρυμμένη άπό κάθε μάτι.Ποιος ξέρει βάσιμα πότε τή χτίσανε! Λένε πώς τή χτίσανε κατά τά 1600. Καί πώς κείνοι πού τή χτίσανε, πήγανε καί τρυπώσανε μέσα σέ κείνο τό θαλάμι, γιά νά ξεφύγουνε άπ’ τούς κουρσάρους, πού κάνανε θρήνος δξου στό πέλαγο. 

"Ως τά 1770 αυτοί οί άνθρωποι, δπως ούλοι οί Ρωμιοί τής Τουρκίας, ζούσα- νε κρυφά άπ’ τόν Θεό. Τότες φανερώθηκε ένας παπάς τετραπέρατος, καί μέ τόση πιτυχία έβγαλε πέρα τό δ,τι καταπιάστηκε, πού φαίνεται πώς ήτανε σταλμένος άπ’ τόν Θεό. Τόν λέγανε παπα-Γιάννη Οικονόμο. Άλλοι τόν παραστήσανε όλότελα άγράμματον, άλλοι είπανε πώς ήτανε σπουδασμένος, βγαλμέος άπ’ τό μεγάλο σκολειό στ’ Άγιονόρος. "Οπως καί νά ’ναι, ένα είναι τό σωστό, πώς στάθηκε ό στύλος τής πολιτείας καί πώς τόση ήτανε ή άξοσύνη του, ή άφοβιά του κ’ ή πολιτική του, πού, δπως έγραψε ό Γάλλος Διδότος, αν γεννιότανε σέ έθνος λεύτερο καί σέ άλλους καιρούς, ήθελε κατασταθεΐ άνθρωπος ξακουσμένος σ’ ούλον τόν κόσμο.Παραπάνω είπα πώς τ’ Άϊβαλί ξακούστηκε ΰστερ’ άπό τά 1770.Κείνον τόν χρόνο πιάστηκε σέ μεγάλη ναυμαχία ό Τούρκος μέ τόν Ροΰσο μέσ’ στά νερά τού Τσεσμέ. Αυτή τή μεγάλη νίκη τής Ρουσίας τήν ξέρουνε ούλοι, μά κείνο πού δέν ξέρουνε είναι τό πώς τά ’φερε βολικά ή τύχη τού Οικονόμου, ώστε νά κερδίσει καί κείνος μιά νίκη γιά τόν τόπο του.


'Ο παπα-Γιάννης Οικονόμος.

Σάν σκόρπισε κακή-κακώς ή τούρκικη αρμάδα, ένας άπ’ τούς ναύαρχους, ό Χασάν-πασάς, πού τού ’δωσε αργότερα ό σουλτάνος τήν έπωνυμία Γαζής, δηλαδή Νικητής, γλύτωσε άπ’ τό Χάρο παρά τρίχα. Τράβηξε τότες νά πάει στήν Πόλη άπό στεριά, έπειδής ή θάλασσα ήτανε πιασμένη άπ’ τόν οχτρό, κ’ έλαχε νά κονέψει ένα βράδυ στήν πολιτεία τοΰ Οικονόμου σέ κακό χάλι. Κι ό παπάς τόν συμμάζεψε σπίτι του καί τόν ζωογόνησε, τόσο πού, μισεύοντας ό Τούρκος, πήρε δρκο πώς δέ θά ξέχανε ποτές τήν καλοσύνη πού ’χε δει άπ’ τόν Οικονόμο.